ανέβγαλτος

ανέβγαλτος
η , ο см. άβγαλτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανέβγαλτος" в других словарях:

  • ανέβγαλτος — η, ο [βγάλλω] άβγαλτος στον κόσμο, άμαθος, άπειρος, αθώος …   Dictionary of Greek

  • ανέβγαλτος — η, ο ο άβγαλτος: Το παιδί, ανέβγαλτο καθώς ήταν, παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβγαλτος — και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που δεν βγήκε ή δεν μπορεί να βγει από τη θέση του 2. αυτός που δεν έχει βγει έξω από τα όρια ενός χώρου ή μιας περιοχής, ο αταξίδευτος 3. αυτός που δεν φύτρωσε, ο αφύτρωτος 4. αυτός που δεν εκκολάφθηκε ακόμη 5. (για …   Dictionary of Greek

  • ανε- — στερ. πολλές φορές το α στερ. παρουσιάζεται και με τύπο ανε , όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Έτσι, όταν υπάρχουν και οι κανονικοί, από α στερ. τύποι, σχηματίζονται συχνά ζεύγη συνων. παραλλήλων, όπως άβαθος ανέβαθος, άβγαλτος… …   Dictionary of Greek

  • άβγαλτος — άβγαλτος, η, ο και ανέβγαλτος, η, ο 1. αυτός που ακόμη δεν έχει βγει, αποσταχθεί: Είχαν άβγαλτο το μούστο. 2. που δεν έχει ανατείλει: Ο ήλιος ήταν ακόμη άβγαλτος. 3. αθώος, απονήρευτος: Άβγαλτο καθώς ήταν το παιδί, εύκολα παρασύρθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»